ἄλσεως

ἄλσεως
ἄλσεω̆ς , ἄλσις
growth
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἅλσεως — ἅλσεω̆ς , ἅλσις leaping fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίσφαλσις — άλσεως, ἡ, Α [περισφάλλω] 1. σκόνταμμα, πέσιμο 2. ανατροπή, αναποδογύρισμα …   Dictionary of Greek

  • πρόσαλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσάλλομαι] ο παλμικός χτύπος τού σφυγμού …   Dictionary of Greek

  • πρόσσταλσις — άλσεως, ἡ, Α [προσστέλλω] συστολή («τῆς γαστρὸς πρόσσταλσίς», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

  • υπέραλσις — άλσεως, ἡ, Μ [ὑπεράλλομαι] υπερπήδηση …   Dictionary of Greek

  • υπόσταλσις — άλσεως, ἡ, Α [ὑποστέλλω] ελαφρά συστολή …   Dictionary of Greek

  • κατάσταλσις — κατάσταλσις, άλσεως, ἡ (Μ) [καταστέλλω] καταπράυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”